Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

περὶ τοῦ σώματος

  • 1 Life

    subs.
    Existence. P. and V. βίος, ὁ, ζωή, ἡ (Plat. and Æsch., frag.), V. ζοή, ἡ (Eur., Hec. 1108).
    Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.
    Way of living: P. and V. βίος, ὁ, δίαιτα, ἡ, Ar. and V. βίοτος, ὁ.
    Age, generation: P. and V. αἰών, ὁ.
    Vital principle: P. and V. ψυχή, ἡ.
    Animation, courage: P. and V. θυμός, ὁ.
    Prime of life: P. and V. ἥβη, ἡ, ὥρα, ἡ, ἀκμή, ἡ.
    Be in the prime of life, v.: P. and V. ἡβᾶν, ἀκμάζειν.
    The events of one's life: P. τὰ βεβιωμένα (τινί).
    Be tried for one's life: P. περὶ τοῦ σώματος ἀγωνίζεσθαι (Lys. 167).
    For one's life: P. and V. περὶ ψυχῆς.
    ( Describe) to the life: P. and V. ἀκριβῶς.
    Money and lives will be put to the hazard against each city: P. πρὸς ἑκάστην πόλιν ἀποκεκινδυνεύσεται τά τε χρήματα καὶ αἱ ψυχαί (Thuc. 3, 39).
    Come to life again, v.: Ar. and P. ναβιώσκεσθαι.
    Regain life: V. ναλαβεῖν φῶς.
    Love of life, subs.: P. φιλοψυχία, ἡ.
    Loving life, adj.: V. φιλόψυχος, φιλόζωος (Soph. and Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Life

  • 2 Risk

    subs.
    P. and V. κίνδυνος, ὁ, τό δεινόν, or pl., γών, ὁ.
    Dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.).
    Without risk, adj.: P. ἀκίνδυνος, adv., P. and V. κινδνως.
    Run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.
    I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).
    Share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).
    ——————
    v. trans.
    Hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περ, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also Endanger.
    Risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.).
    Risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., Rhes. 446).
    Who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει... ὀνείδη λαμβάνων (Soph., O.R. 1493).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Risk

  • 3 Liberty

    subs.
    P. ἐλευθερία, ἡ, V. τοὐλεύθερον.
    Political independence: P. αὐτονομία, ἡ.
    Licence, permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ,
    Immunity: P. and V. δεια, ἡ.
    Dangers that threaten our personal liberty: P. οἱ περὶ τοῦ σώματος κινδύνοι (Lys. 110).
    Complete personal liberty for all as regards private life: P. ἀνεπίτακτος πᾶσιν εἰς τὴν δίαιταν ἐξουσία (Thuc. 7, 69).
    Set at liberty. v.: see Liberate.
    You are at liberty to: P. and V. ἔξεστί σοι (infin.).
    Take liberties with: P. and V. ὑβρίζειν (acc., or εἰς, acc.).
    Tamper with: P. λυμαίνεσθαι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liberty

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • Αρχιμήδης — (Συρακούσες 287 – Συρακούσες 212 π.Χ.).Μαθηματικός και φυσικός. Ήταν γιος του αστρονόμου Φειδία και λέγεται ότι υπήρξε μαθητής του Ευκλείδη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στις… …   Dictionary of Greek

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»